Σελίδες

1 Μαρ 2009

Ο πανταχού άγνωστος

Ο Νίκος Μπάτρας,  συγγραφέας και φίλος, είχε την καλοσύνη να μου στείλει μια ανέκδοτη ιστοριούλα του με τίτλο «Ο πανταχού άγνωστος». Το περιστατικό που περιγράφεται στο κείμενο θα μπορούσε να είναι και αληθινό, με μια διαφορά: ότι ο πανταχού άγνωστος θα ήταν για όλους μας μια ανάμνηση του μέλλοντός μας. Κείμενα σαν και αυτό γεννιούνται όταν η πραγματικότητα καμουφλάρεται από τη φαντασία και διαμορφώνεται από την ελπίδα.

Ο πανταχού άγνωστος

Ένα ζεστό αυγουστιάτικο μεσημέρι, στην πλατεία ενός μικρού χωριού, στους πρόποδες ενός μεγάλου βουνού, ένας νεαρός κίνησε για την καθιερωμένη του βόλτα.

«Πάω να περπατήσω λίγο κι έρχομαι», είπε στους φίλους του που κάθονταν γύρω-γύρω από ένα ξύλινο στρογγυλό τραπέζι.

«Μην αργήσεις. Θα πάμε για μπάλα μετά», του φώναξε κάποιος απ’ την παρέα.

Μετά από μισή ώρα ο νεαρός επέστρεψε και πήγε να καθίσει ξανά με τους φίλους του.

«Γεια σας», του είπε ένα παιδί από την παρέα μόλις τον είδε.

Ο νεαρός δεν απάντησε, χαμογέλασε, τράβηξε μια πλαστική καρέκλα από το τραπέζι και κάθισε.

Τα παιδιά κοιταχτήκανε μεταξύ τους με απορία.

«Από δω είστε;», ρώτησε τον νεαρό ένα άλλο παιδί από την παρέα.

«Όρεξη έχεις μεσημεριάτικα…», του απάντησε χαμογελώντας ο νεαρός κοιτώντας τον στα μάτια.

Τα παιδιά ξανακοιταχτήκανε μεταξύ τους.

«Συγγνώμη», είπε πάλι ο πρώτος που χαιρέτησε τον νεαρό, και ρώτησε επίμονα αυτή τη φορά: «Μας ξέρετε;».

Ο νεαρός χαμογέλασε πάλι: «Να δούμε πόσο θα κρατήσει αυτή η πλάκα».

«Ποια πλάκα;», ρώτησε όλο απορία ο φίλος του. «Έρχεστε και κάθεστε μαζί μας, σε μια παρέα που δεν γνωρίζετε…»

«Συνεχίζεις…», τον διέκοψε ο νεαρός χαμογελώντας ακόμη περισσότερο. Σχεδόν γελούσε τώρα.

Τα παιδιά κοιταχτήκανε πάλι μεταξύ τους και σηκώθηκαν να φύγουν.

«Πού πάτε;», τους ρώτησε ο νεαρός.

«Γιατί; Θα ‘ρθείτε μαζί μας;», γύρισε και του απάντησε γελώντας μια κοπέλα απ’ την παρέα.

Τα παιδιά έφυγαν. Ο νεαρός δεν σηκώθηκε. Είχε μείνει πλέον μόνος του στο στρογγυλό τραπέζι. Πάντα πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ανεξάρτητος. Αν οι φίλοι του τον άφησαν μόνο του, αυτό σήμαινε ότι υπήρχε κάποιος λόγος. Δεν ενοχλήθηκε όμως.

Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου που φορούσε, τα έστρεψε προς τον εαυτό του και καθρεφτίστηκε μέσα τους. Η άσπρη γενειάδα του δεν τον εξέπληξε, παρόλο που πριν από μισή ώρα το μούσι στο πρόσωπό του ήταν μαύρο. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, ούτε αυτές τον εξέπληξαν. Άφησε κάτω τα γυαλιά και κοίταξε τα χέρια του. Ίχνος νεότητας.

Το πριν με το μετά δεν είχε καμία διαφορά για τον ίδιο. Είχε γίνει ένα. Τις αλλαγές τις είχε κιόλας αποδεχτεί. Εξάλλου, μισή ώρα είχε περάσει. Μισή ώρα ήταν αρκετή για να μην αναγνωρίζεται πλέον από κανέναν. Ήταν σαν να είχε κόψει τον χρόνο στα δύο.

Φίλοι του ήταν όλοι πια. Δεν έκανε διακρίσεις. Μπορούσε να καθίσει σε οποιαδήποτε παρέα, σε οποιοδήποτε τραπέζι, να πάει σε οποιοδήποτε χωριό και να μιλήσει με τον οποιονδήποτε. Μα όλοι έφευγαν. Κανείς δεν μιλούσε στον άγνωστο. Ο άνθρωπος που ήταν ανοιχτός σε όλους είχε γεμίσει τις αγκάλες του με συστήματα ασφαλείας. Τα πιο περίπλοκα. Τα πιο άτρωτα.

Τίποτα δεν τον εξέπλησσε πλέον. Οι στιγμές συντροφιάς που βίωνε που και που δεν περιορίζονταν στον χρόνο. Γι’ αυτόν δεν υπήρχαν στιγμές. Όλα ήταν μια συνέχεια. Αιώνια. Χωρίς αρχή και τέλος. Οι τόποι είχαν χάσει τα ονόματά τους. Οι άνθρωποι το ίδιο.

Καθώς σκούπιζε τα γυαλιά του με ένα άσπρο μαντιλάκι που είχε βγάλει από το παντελόνι του, κάποιες λέξεις είχαν καταλάβει το μυαλό του: «Όλα μετριούνται με το φόβο».

Νίκος Μπάτρας (συγγραφέας)

1 σχόλια:

Faldman είπε...

Νίκο μπορεί η γενειάδα να άσπρισε, μπορεί να χάθηκαν τα ίχνη νεότητας, μπορεί να ήταν απλά στιγμές συντροφιάς αλλά ξεχνάς τη σταθερά που είναι και το μέτρο σύγκρισης... Το τραπέζι μπορεί να έχασε λίγο τη στρογφυλάδα από το χρόνο αλλά παραμένει εκεί ακόμη "ξύλινο"...

Οι δικλείδες ασφαλείας μπαίνουν πάντοτε από τους ανασφαλείς και φοβισμένους ανθρώπους και το προσυπογράφω αυτό με τη ζωή μου....

Αυτό που με φοβίζει καθώς διάβαζα το καταπληκτικό σου κείμενο ότι οι άλλοι έμειναν σταθεροί ενώ ο νεαρός εξελίχθηκε. Από τους τόσους μόνο ένας...

Και όμως πάντα υπάρχουν στιγμές και αυτές καθορίζουν όχι απλά το παρών και το μέλλον αλλά μερικές φορές φωτίζουν και το παρελθόν.

Ραντεβού στο ξύλινο στρογγυλό τραπέζι το καλοκαίρι Νίκο.