Σελίδες

25 Μαΐ 2009

Η αυτοβελτίωση και ο κίνδυνος της χαμηλής φωτιάς

Δημοσιεύω ένα άρθρο του φίλου και συγγραφέα Νίκου Μπάτρα για για την ανάγκη αυτοβελτίωσης και τον κίνδυνο της "χαμηλής φωτιάς". Ποιός είναι ο ρόλος του πόνου ως πηγή κινητοποίησης; Ο Νίκος γράφει χαρακτηριστικά "Αν ο πόνος είναι υποφερτός θα παραμείνουμε στο ίδιο επίπεδο ασυνειδησίας μέχρι να πεθάνουμε". Απολαύστε το...

Η αυτοβελτίωση και ο κίνδυνος της χαμηλής φωτιάς


«Πόσοι ψυχαναλυτές χρειάζονται για να αλλάξουν μια λάμπα;
- Κανένας. Η λάμπα θα αλλάξει μόνη της όταν η ίδια το θελήσει.»

Το παραπάνω μπορεί να μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά περιέχει τη μεγαλύτερη ίσως αλήθεια που αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις: κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τον άλλον. Ο άλλος θα αλλάξει όταν νιώσει την ανάγκη να το κάνει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το μερίδιο παρέμβασης του ενός προς τον άλλον περιορίζεται στη στήριξη και τη συμπαράσταση. Στην καλύτερη περίπτωση, αν κάποιος έχει ασχοληθεί με την ψυχολογία και γνωρίζει τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους κινείται ο ανθρώπινος ψυχισμός, μπορεί να προσφέρει στον άλλον μια γενική κατεύθυνση και να τον βοηθήσει να βρει την ισορροπία του.

Το παραπάνω αστειάκι κρύβει μία ακόμη αλήθεια: γιατί να χρειαστεί να αλλάξουμε τη λάμπα; Τι το ιδιαίτερο έχει και γιατί μας είναι πολύτιμη; Η λειτουργία που επιτελεί η λάμπα, που εδώ αντιπροσωπεύει τον ψυχισμό ενός ανθρώπου, είναι πολύτιμη για πολλούς λόγους. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και ο ισορροπημένος ψυχισμός τού διπλανού του τον αφορά άμεσα. Το άτομο στην κοινωνία αντιστοιχεί στο κύτταρο του οργανισμού. Αν ένα κύτταρο δεν λειτουργεί σωστά, αυτό μπορεί να αποβεί μέχρι και μοιραίο για ολόκληρο τον οργανισμό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του καρκίνου (μια αλλαγή στο γενετικό υλικό ενός κυττάρου μπορεί να καταστήσει το κύτταρο ανίκανο για ελεγχόμενο πολλαπλασιασμό και αυτό να οδηγήσει στη δημιουργία καρκινικού όγκου). Έτσι και σε επίπεδο κοινωνίας, αν το άτομο δεν λειτουργεί σωστά τότε ολόκληρη η κοινωνία θα πάσχει σε κάποιον βαθμό. Φανταστείτε ποιες είναι οι συνέπειες όταν πολλά άτομα (αν όχι τα περισσότερα) μέσα σε μια κοινωνία είναι ψυχικά ανισόρροπα.

Πόσο εύκολα ξεχνάμε όμως ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον άλλον; Και πόσο εύκολα ξεχνάμε επίσης ότι όλα ξεκινούν από εμάς τους ίδιους; Ας σκεφτούμε τώρα πώς όλα αυτά που μας περιβάλλουν στην καθημερινότητά μας αποσκοπούν στο να απομακρυνόμαστε συνεχώς από τον εαυτό μας και να υποδυόμαστε συγκεκριμένους ρόλους, ξένους προς εμάς, που σκοπό έχουν την ικανοποίηση των αφύσικων επιθυμιών κάποιων συνανθρώπων μας. Το καθημερινό περιβάλλον ενός ανθρώπου στην πόλη συντίθεται από διάφορα μηνύματα, πρότυπα και ερεθίσματα που δεν έχουν καμία σχέση με την ευτυχία και την αυτογνωσία. Η ίδια η παιδεία που «προσφέρεται» (επιβάλλεται, θα λέγαμε καλύτερα) στα παιδιά, αποσκοπεί στην απομάκρυνσή τους από τον πραγματικό τους εαυτό. Ο σκοπός της παιδείας είναι η διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών προς όφελος του εκάστοτε οικονομικού και πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ικανοποίηση των ασυνείδητων τάσεων των εξουσιαστών.

Η ανάγκη που αναφέρθηκε προηγουμένως και η οποία μπορεί να γεννήσει το κίνητρο για την αυτοβελτίωση, έχει τις ρίζες της στον πόνο. Εκείνος που πονάει πολύ αντιλαμβάνεται ότι κάτι πρέπει να κάνει για να συνεχίσει να ζει. Είναι η δύναμη που πηγάζει κατευθείαν από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Το να λέμε λοιπόν σε κάποιον ότι πρέπει να αλλάξει ή ότι πρέπει να γίνει έτσι όπως εμείς θα θέλαμε να τον βλέπουμε, είναι λάθος. Ο κάθε ένας έχει τις ανάγκες του. Από τη στιγμή που ο πόνος δεν είναι τόσο μεγάλος ώστε να τον ωθήσει στην αναζήτηση της ουσιαστικότερης λύσης όλων, εμείς δεν πρέπει να προσπαθούμε να τον αλλάξουμε. Κάτι τέτοιο δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Ίσα-ίσα που μπορεί να χειροτερέψει τα πράγματα και να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια στον άλλον.

Τα παραπάνω μας οδηγούν σε δύο ερωτήματα: α) πότε θα καταλάβουμε τη σημασία της αυτογνωσίας στη ζωή μας, και β) πότε θα αποφασίσουμε να πάρουμε στα σοβαρά την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, αντί να αναλωνόμαστε στις ανούσιες πολιτικές διαμάχες; Η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ίδια: αν ο πόνος που θα βιώσουμε κάποτε είναι τόσο μεγάλος ώστε να έχει καταντήσει η ζωή μας ανυπόφορη, τότε θα επιχειρήσουμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Αν ο πόνος είναι υποφερτός θα παραμείνουμε στο ίδιο επίπεδο ασυνειδησίας μέχρι να πεθάνουμε. Θυμηθείτε το παράδειγμα του βατράχου που μας μάθαιναν στο σχολείο: αν βάλεις έναν βάτραχο σε μια κατσαρόλα γεμάτη νερό και αρχίσεις να τη θερμαίνεις σιγά-σιγά, ο βάτραχος δεν θα υποστεί το απαραίτητο σοκ που θα τον ωθήσει να πηδήξει έξω από την κατσαρόλα. Θα παραμείνει μέσα μέχρι που θα ψοφήσει. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κανένα σοκ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε τόσο μεγάλο ώστε να μας ωθήσει να αναζητήσουμε την οικουμενική λύση στη βελτίωση του ψυχισμού.

Αν πράγματι επιθυμούμε έναν καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη ζωή για εμάς και τους συνανθρώπους μας, πρέπει να κάνουμε κάτι ώστε να αποφύγουμε να βρεθούμε στη θέση του βατράχου. Ας σταματήσουμε να σπαταλάμε τον χρόνο μας σε ζητήματα που μας απομακρύνουν από τον εαυτό μας και την πραγματική μας φύση. Ας θέσουμε την αυτογνωσία στις άμεσες προτεραιότητές μας και ας ακούσουμε επιτέλους προσεκτικά τι έχει να μας πει ο εαυτός μας. Φτάνει πια η φλυαρία.

Νίκος Μπάτρας